Ξένοι καιροὶ μὲ τσακι-
σμένα φτερὰ κι ἀγέλαστους καθρέφτες.
– πὲς μου, ποιὸς θὰ μᾶς δώσει
πίσω τὴ ζωὴ ἀπ’ τὴ συνήθεια;
Ξένοι καιροί• ἡ γενιά μας μὲ φιμωμένα νιάτα
– νιάτα ποὺ ὡρίμασαν
βιαίως -,
μ’ εὐλύγιστες ἐλπίδες
πτήσεις χαμηλὲς στὸν ἐρημόδρομο
μ’ ἕνα γέλιο παράσιτο στὸ δάκρυ.
Ξένοι καιροὶ καὶ ὑπάρχουμε κουτσαίνοντας.